Anonymous

κατερείπω: Difference between revisions

From LSJ
20
(SL_1)
(20)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[κατερείπω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[cast]] [[down]] ἔδοξ[ε γὰρ] [[τεκεῖν]] πυρφόρον [[ἐρι]][ ] Ἑκατόγχειρα, σκληρᾷ [ ] [[Ἴλιον]] πᾶσάν νιν ἐπὶ π[έδον] κατερεῖψαι (v. [[τίκτω]]) Πα. 8A. 23.
|sltr=[[κατερείπω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[cast]] [[down]] ἔδοξ[ε γὰρ] [[τεκεῖν]] πυρφόρον [[ἐρι]][ ] Ἑκατόγχειρα, σκληρᾷ [ ] [[Ἴλιον]] πᾶσάν νιν ἐπὶ π[έδον] κατερεῖψαι (v. [[τίκτω]]) Πα. 8A. 23.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατερείπω]] (AM)<br />[[μετατρέπω]] [[κάτι]] σε [[ερείπιο]], [[γκρεμίζω]], [[κατερειπώνω]] (α. «σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τὰς κατοικίας», <b>Στράβ.</b><br />β. «[[Τροία]] κατερείπεται καπνῷ τρυφομένα [[δορίκτητος]] Ἀργεΐων», Ευ ρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[διαφθείρω]] («γάμου καὶ παιδοποιΐας..., ἃ καὶ σὲ κατερείπει τὸν ἐρρωμενέστατον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (αμτβ. στον αόρ. β' και στον παρακμ.) <i>κατήριπον</i>, <i>κατερήριπα</i><br />έπεσα, γκρεμίστηκα («κατήριπεν εἰς [[μέλαν]] [[ὕδωρ]]», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐρείπω]] «[[ερειπώνω]]»].
}}
}}