Anonymous

κλεινός: Difference between revisions

From LSJ
2,030 bytes added ,  29 September 2017
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />glorieux, illustre, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[κλέος]].
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />glorieux, illustre, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[κλέος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό(ν) (AM [[κλεινός]], -ή, -όν, Α ιων. τ. [[κλεεινός]], αιολ. τ. κλεενός)<br />[[ένδοξος]], [[περίφημος]], [[επιφανής]], [[διάσημος]], [[ονομαστός]] (α. «κλεινά [[Σαλαμίς]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἡ Διὸς κλεινὴ [[δάμαρ]]», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «ὦ κλεινοτάτην αἰθέριον οἰκίσας πόλιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το κλεινόν [[άστυ]]» — η Αθήνα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην [[Κρήτη]]) ο ερώμενος απὸ άνδρα [[νέος]], ο [[νέος]] που αγαπιόταν και θαυμαζόταν για το [[κάλλος]] του («διάσημον ἐσθῆτα φέρουσιν, ἀφ ἧς γνωσθήσεται [[ἕκαστος]] κλεινὸς γενόμενος<br />τὸν μὲν γὰρ ἐρώμενον καλοῦσι κλεινόν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «Κλεινοί, οἱ εἰς τὰ παιδικὰ ἐπὶ κάλλει ἁρπαζόμενοι παῖδες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ιων. τ. [[κλεεινός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κλεFεσ</i>-<i>νός</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κλεFεσ</i>- του [[κλέος]]) με σίγηση του -<i>F</i>- και σίγηση με [[αντέκταση]] του -<i>σ</i>-. Με [[περαιτέρω]] [[συναίρεση]] του φωνηεντικού συμπλέγματος -<i>ε</i>-<i>ει</i> προέκυψε ο τ. [[κλεινός]], ενώ μαρτυρείται και αιολ. τ. <i>κλεενός</i>. Επίσης <span style="color: red;"><</span> <i>κλεFεσ</i>-<i>νός</i> με σίγηση του -<i>F</i>-και σίγηση [[χωρίς]] [[αντέκταση]] του -<i>σ</i>-].
}}
}}