Anonymous

ἄκτιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(Bailly1_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />du littoral.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκτή]]².
|btext=ος, ον :<br />du littoral.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκτή]]².
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄκτιος]], -ον (Α) [[ἀκτή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή βρίσκεται στην [[παραλία]], ο [[ακταίος]] ([[κυρίως]] επίθ. του Πανός ως θεού της παραλίας)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἄκτιον]].
}}
}}