Anonymous

ἐπαινέτης: Difference between revisions

From LSJ
12
(Bailly1_2)
(12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui loue, panégyriste.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαινέω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui loue, panégyriste.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαινέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπαινέτης]], ο (θηλ. -ις) (AM) [[επαινώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που εγκωμιάζει, εξυμνεί, επαινεί κάποιον ή [[κάτι]] («ἐπαινέται δικαιοσύνης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που απαγγέλλει ραψωδίες, [[ραψωδός]] («θείᾳ μοίρᾳ Όμήρου δεινὸς [[ἐπαινέτης]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[οπαδός]], [[μαθητής]], [[θιασώτης]] («τοὺς Εὐσταθίου ἐπαινέτας».).
}}
}}