Anonymous

ἀμβλυόχρους: Difference between revisions

From LSJ
3
(6_19)
(3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμβλυόχρους''': ουν, ὁ ἔχων ἀμβλύ, πελιδνὸν [[χρῶμα]], [[λέξις]] μεταγ.
|lstext='''ἀμβλυόχρους''': ουν, ὁ ἔχων ἀμβλύ, πελιδνὸν [[χρῶμα]], [[λέξις]] μεταγ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμβλυόχρους]], -ουν (Μ)<br />αυτός που έχει [[χρώμα]] αμαυρό, πελιδνό ή απροσδιόριστο, ο [[θαμπός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμβλὺς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»].
}}
}}