Anonymous

κόλυθρον: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_9)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόλυθρον''': ἢ -τρον, τό, ὥριμον [[σῦκον]], Ἀθήν. 76F.
|lstext='''κόλυθρον''': ἢ -τρον, τό, ὥριμον [[σῦκον]], Ἀθήν. 76F.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόλυθρον]] και [[κόλυτρον]], τὸ (Α)<br />το ώριμο [[σύκο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[κόλυθρον]] και [[κόλυθροι]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή τους με τον τ. [[κολεόν]] «[[θήκη]]» παραμένει αβέβαιη λόγω της διαφοράς σημασίας. Οι λ. εμφανίζουν [[επίθημα]] -<i>θρον</i> (-<i>τρον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μέλα</i>-<i>θρον</i>, <i>άρο</i>-<i>τρον</i>. Ο τ. [[κόλυθρον]] εξάλλου [[είτε]] αποτελεί εσφ. γρφ. του τ. [[σκόλυθρον]] [[είτε]] προέρχεται απ' αυτόν με σίγηση του αρκτικού <i>σ</i>-].
}}
}}