Anonymous

κοιλοφθαλμία: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_11)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιλοφθαλμία''': ἡ, τὸ ἔχειν κοίλους, βαθουλοὺς ὀφθαλμούς, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 23.
|lstext='''κοιλοφθαλμία''': ἡ, τὸ ἔχειν κοίλους, βαθουλοὺς ὀφθαλμούς, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 23.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοιλοφθαλμία]], ἡ (Α) [[κοιλόφθαλμος]]<br />το να έχει [[κάποιος]] κοίλα, βαθουλωτά μάτια.
}}
}}