Anonymous

κραστίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_5)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κραστίζομαι''': ἀποθετ., [[τρώγω]] χλόην, «γρασίδι», Σώφρων παρὰ Σχολ. ἐν Νικ. Θηρ. 861 ([[ἔνθα]] κακῶς κρατιζ-), πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 535. 23, Α. Β. 273.
|lstext='''κραστίζομαι''': ἀποθετ., [[τρώγω]] χλόην, «γρασίδι», Σώφρων παρὰ Σχολ. ἐν Νικ. Θηρ. 861 ([[ἔνθα]] κακῶς κρατιζ-), πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 535. 23, Α. Β. 273.
}}
{{grml
|mltxt=[[κραστίζομαι]] (Α) [[κράστις]]<br />[[τρώγω]] [[χλόη]], [[βόσκω]].
}}
}}