3,274,752
edits
(6_19) |
(21) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοπρώνης''': -ου, ὁ, ([[ὠνέομαι]]), ὁ ἐνοικιαστὴς τῆς κόπρου, δηλ. ὁ ἀναδεχόμενος νὰ μεταφέρῃ τὴν κόπρον ἀπὸ τῶν ὁδῶν, «ὁδοκαθαριστής», [[ἐργολάβος]], Ἰω. Χρυσ. τ. 3, 501. | |lstext='''κοπρώνης''': -ου, ὁ, ([[ὠνέομαι]]), ὁ ἐνοικιαστὴς τῆς κόπρου, δηλ. ὁ ἀναδεχόμενος νὰ μεταφέρῃ τὴν κόπρον ἀπὸ τῶν ὁδῶν, «ὁδοκαθαριστής», [[ἐργολάβος]], Ἰω. Χρυσ. τ. 3, 501. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοπρώνης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που νοίκιαζε και εκμεταλλευόταν την κόπρο<br /><b>2.</b> αυτός που καθάριζε τους δρόμους από τις ακαθαρσίες, [[οδοκαθαριστής]] («ὁ [[κοπρώνης]] ἀλγεῑ καὶ ὀδυνᾱται ὅτι μὴ ἀπήλλακται τοῡ ταλαιπώρου καὶ ἐπονειδίστου [[εἶναι]] δοκοῡντος ἐπιτηδεύματος», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὦνος]] «[[τιμή]] αγοράς» <span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισχαδ</i>-<i>ώνης</i>, <i>οπωρ</i>-<i>ώνης</i>]. | |||
}} | }} |