3,274,216
edits
(6_7) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορυμβώδης''': -ες, = [[κορυμβοειδής]], Διοσκ. 3. 29. | |lstext='''κορυμβώδης''': -ες, = [[κορυμβοειδής]], Διοσκ. 3. 29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[κορυμβώδης]], -ῶδες) [[κόρυμβος]]<br />(για [[άνθος]]) διατεταγμένος [[κατά]] κορύμβους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) αυτός που έχει κορυμβώδη [[άνθη]]<br /><b>2.</b> (για δένδρα) αυτά τών οποίων οι κλάδοι έχουν [[διάταξη]] κορύμβου. | |||
}} | }} |