Anonymous

κολοβοτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_17)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολοβοτράχηλος''': -ον, ἔχων κολοβόν, [[ἤτοι]] ἀτελῶς ἀνεπτυγμένον τράχηλον, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 16.
|lstext='''κολοβοτράχηλος''': -ον, ἔχων κολοβόν, [[ἤτοι]] ἀτελῶς ἀνεπτυγμένον τράχηλον, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 16.
}}
{{grml
|mltxt=[[κολοβοτράχηλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ατελώς ανεπτυγμένο τράχηλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοβός]] <span style="color: red;">+</span> [[τράχηλος]].
}}
}}