Anonymous

κόρνος: Difference between revisions

From LSJ
21
(7)
 
(21)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ko/rnos
|Beta Code=ko/rnos
|Definition=<b class="b3">κεντρομυρσίνη</b> (Sicel), Hsch.
|Definition=<b class="b3">κεντρομυρσίνη</b> (Sicel), Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κόρνος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας κορνίδες ή κρανίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Σικελούς) το [[φυτό]] [[κεντρομυρσίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ως [[σύγχρονος]] επιστημον. όρος [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cornus</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cornus</i> / <i>cornum</i>, συγγενές του [[κράνον]]. Το αρχ. ελλ. [[κόρνος]] ίσως [[είναι]] [[δάνειο]] από τη λατ.].
}}
}}