Anonymous

κολακεύω: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=flatter, aduler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κόλαξ]].
|btext=flatter, aduler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κόλαξ]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[κολακεύω]]) [[κόλαξ]]<br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον με υπερβολική [[φιλοφροσύνη]] για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, [[περιποιούμαι]] ή [[επαινώ]] υπερβολικά κάποιον, [[καλοπιάνω]] (α. «κολακεύει τον [[θείο]] του για να πάρει την [[περιουσία]] του» β. «τιμᾱν ἂν τὸν [[πατέρα]] καὶ τὴν [[μητέρα]] καὶ τοὺς ἄλλους οἰκείους... ἢ τοὺς κολακεύοντας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κολακεύομαι</i><br />[[δέχομαι]] ευχαρίστως τις κολακείες, ευχαριστούμαι όταν μού κάνουν κολακείες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να υπερηφανεύεται, [[προξενώ]] [[τιμή]] ή [[ικανοποίηση]] σε κάποιον («η [[φιλία]] σας μέ κολακεύει»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ανεβάζω]] κάποιον [[πάνω]] από την πραγματική του [[αξία]], [[κάνω]] κάποιον καλύτερο («τήν κολακεύει πολύ αυτό το [[φόρεμα]]»<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> ικανοποιούμαι, ευχαριστούμαι, μού αρέσει («κολακεύομαι να [[πιστεύω]] ότι θα δεχθείτε την πρότασή μου»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ήπιο, μαλακό, καταπραΰνω, [[μαλακώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ευχάριστο.
}}
}}