Anonymous

κραιπνός: Difference between revisions

From LSJ
21
(SL_2)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[κραιπνός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[swift]] “Τιτυὸν [[βέλος]] Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν” (P. 4.90) κυλινδέ- σκοντό τε (sc. πέτραι) κραιπνότεραι ἢ βαρυγδούπων ἀνέμων [[στίχες]] (P. 4.209) σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι [[ἄνδρες]] fr. 133. 4.
|sltr=[[κραιπνός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[swift]] “Τιτυὸν [[βέλος]] Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν” (P. 4.90) κυλινδέ- σκοντό τε (sc. πέτραι) κραιπνότεραι ἢ βαρυγδούπων ἀνέμων [[στίχες]] (P. 4.209) σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι [[ἄνδρες]] fr. 133. 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[κραιπνός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[ταχύς]], γρήγορος («ποσὶ κραιπνοῑσι πεποιθώς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επέρχεται [[γρήγορα]], [[οξύς]] («κραιπνότερος μὲν γάρ τε [[νόος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>κραιπνά</i><br />ορμητικά, [[γρήγορα]] («κραιπνά... διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κραιπνῶς</i> (Α)<br />[[ταχέως]], ορμητικά («ποσὶ κραιπνῶς θέομεν» <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[κραιπνοσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κραιπνόσυτος]], [[κραιπνοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κραιπνοβάτις]], [[κραιπνοπόρος]].
}}
}}