Anonymous

κοσμητήρ: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui arrange, dispose <i>ou</i> dirige.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui arrange, dispose <i>ou</i> dirige.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κοσμητήρ]], -ῆρος, ὁ, θηλ. [[κοσμήτειρα]] (Α) [[κοσμώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που διευθύνει, [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> (στον Ίτανο) [[τίτλος]] επώνυμου άρχοντα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κοσμήτειρα]] τῆς Ἀρτέμιδος» — [[τίτλος]] γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο.
}}
}}