Anonymous

κόλλυβος: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> petite pièce de monnaie;<br /><b>2</b> petit poids.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt sémit.
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> petite pièce de monnaie;<br /><b>2</b> petit poids.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt sémit.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κόλλυβος]])<br /><b>1.</b> [[νόμισμα]] μικρής αξίας<br /><b>2.</b> το [[κέρδος]] του κολλυβιστή το οποίο προέρχεται από [[ανταλλαγή]] νομίσματος<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[βάρος]] χρυσού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για σημιτικό [[δάνειο]], <b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>h</i><i>ā</i><i>lap</i> «[[συναλλαγή]]», <i>hlp</i> «[[ανταλλάσσω]]». Ο [[παράλληλος]] τ. [[κόλλυβον]] <b>στον πληθ.</b> έχει τη σημ. «μικρές στρογγυλές πίτες», πιθ. λόγω του σχήματός τους. Η σημ. αυτή επεκτάθηκε στη Νεοελληνική και σημαίνει μεταφορικά το βρασμένο [[σιτάρι]] που προσφέρουν στα μνημόσυνα. Τη λ., με τη σημ. αυτή, δανείστηκε η ρωσ., <b>[[πρβλ]].</b> <i>kόlivo</i>. Τα ανθρωπωνύμια <i>Κολλυβάς</i>, <i>Κολλυβίσκος</i> [[είναι]] παρ. της λ. [[κόλλυβος]].
}}
}}