Anonymous

κρέκω: Difference between revisions

From LSJ
1,823 bytes added ,  29 September 2017
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=frapper en cadence un instrument (avec l’archet).<br />'''Étymologie:''' R. Κρεκ, faire du bruit.
|btext=frapper en cadence un instrument (avec l’archet).<br />'''Étymologie:''' R. Κρεκ, faire du bruit.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρέκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πλήττω]], [[κρούω]] («[[οὔτοι]] [[δύναμαι]] κρέκην, τὸν ἴστον» — δεν [[μπορώ]] να [[χτυπώ]] το ύφασμα στον αργαλειό με το [[χτένι]], Σαπφ.)<br /><b>2.</b> [[υφαίνω]] («εἰ δὲ κἄκρεκον πέπλους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χτυπώ]] τις χορδές μουσικού οργάνου με [[πλήκτρο]]<br /><b>4.</b> (γενικά) [[παίζω]] όργανο<br /><b>5.</b> [[αναδίδω]] οξύ ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>krek</i>- «[[χτυπώ]]». Συνδέεται με αρχ. νορβ. <i>hroell</i> «[[ράβδος]] για ύφανση», αγγλοσαξ. <i>hr</i><i>ē</i><i>ol</i> «[[ανέμη]]», αρχ. -άνω γερμ. <i>hregil</i> «ύφασμα, [[ρούχο]]». Η αρχική σημ. του τ. ήταν «[[υφαίνω]]», ενώ η σημ. η σχετική με τα έγχορδα όργανα [[είναι]] [[υστερογενής]]. Τα περισσότερα παράγωγά του εμφανίζουν την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>κροκ</i>- της ρίζας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρόκη]], [[κροκίδα]](-<i>ίς</i>), [[κροκύδα]] (-<i>ύς</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρεγμός]], [[κρεκάδια]], [[κρεκτός]], [[κρόκιον]], [[κροκισμός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κροκόω]], [[κροκυδίζω]], [[κροκύδιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[διακρέκω]], [[συγκρέκω]], [[υποκρέκω]]].
}}
}}