Anonymous

ζῳογενής: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_7)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῳογενής''': -ές, γεννηθεὶς ἐκ ζῴου, [[ζῳώδης]], τὸ ζῳογενὲς τῆς ψυχῆς [[μέρος]] Πλάτ. Πολιτικ. 309C.
|lstext='''ζῳογενής''': -ές, γεννηθεὶς ἐκ ζῴου, [[ζῳώδης]], τὸ ζῳογενὲς τῆς ψυχῆς [[μέρος]] Πλάτ. Πολιτικ. 309C.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ζωογενής]], -ές)<br />αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, [[ζωώδης]], [[θνητός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονο</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>].
}}
}}