Anonymous

κόσμημα: Difference between revisions

From LSJ
1,637 bytes added ,  29 September 2017
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />parure, ornement.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />parure, ornement.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑM [[κόσμημα]]) [[κοσμώ]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που χρησιμεύει για στολισμό, [[στόλισμα]], [[στολίδι]] (α. «έβαλε [[ενέχυρο]] τα κοσμήματα της μητέρας του» β. «γυναικεῑα κοσμήματα», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός για τον οποίο μπορεί να καυχιέται [[κάποιος]], [[καύχημα]], [[καμάρι]] («ο [[άνθρωπος]] αυτός [[είναι]] το [[κόσμημα]] του χωριού του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τυπογραφικό διακοσμητικό [[σχέδιο]] που υπάρχει στο [[κείμενο]] ή στο [[εξώφυλλο]] βιβλίου ή άλλου εντύπου<br /><b>2.</b> [[διακοσμητική]] [[λεπτομέρεια]] ζωγραφικού πίνακα<br /><b>3.</b> μουσικοί φθόγγοι που παρεμβάλλονται σε [[μελωδία]] για πλουτισμό της<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κοσμήματα οροφής»<br /><b>(πετρογρ.)</b> προεκτάσεις ενός πετρώματος [[μέσα]] σε μια μαγματική [[διείσδυση]] που βρίσκεται [[κάτω]] από αυτό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κοσμήματα</i><br />τα πολεμικά εμβλήματα («βάμματα δὲ μή προσφέρειν ἀλλ' ἢ πρὸς τὰ πολέμου κοσμήματα», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}