Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐλυσία: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_9)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐλῠσία''': ἡ, [[εὐκολία]] περὶ τὸ λύειν, [[εὐκινησία]], Διογ. Λ. 6. 70, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 19. 11· εὐλ. κοιλίας, ὑγιεινὸς [[βαθμὸς]] εὐκοιλιότητος, Κικ. Fam. 16. 18, 1.
|lstext='''εὐλῠσία''': ἡ, [[εὐκολία]] περὶ τὸ λύειν, [[εὐκινησία]], Διογ. Λ. 6. 70, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 19. 11· εὐλ. κοιλίας, ὑγιεινὸς [[βαθμὸς]] εὐκοιλιότητος, Κικ. Fam. 16. 18, 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[ευλυσία]], ἡ (Α) [[εύλυτος]]<br /><b>1.</b> [[ευκολία]] στην [[κίνηση]], [[ευλυγισία]], [[επιτηδειότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐλυσία]] κοιλίας» — [[υγιεινή]] [[κίνηση]] τών εντέρων <b>(Κικ.)</b><br /><b>3.</b> [[απελευθέρωση]], [[χαλάρωση]], [[ανακούφιση]] (αντίθ. [[στένωσις]]).
}}
}}