Anonymous

εὐφορία: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> force de porter <i>ou</i> supporter;<br /><b>2</b> fertilité, fécondité, abondance.<br />'''Étymologie:''' [[εὔφορος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> force de porter <i>ou</i> supporter;<br /><b>2</b> fertilité, fécondité, abondance.<br />'''Étymologie:''' [[εὔφορος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐφορία]]) [[εύφορος]]<br /><b>1.</b> (για [[καλλιέργεια]]) [[γονιμότητα]], [[παραγωγικότητα]], άφθονη [[καρποφορία]], [[πολυκαρπία]], καλή [[σοδειά]]<br /><b>2.</b> το [[συναίσθημα]] της ευεξίας όσων βρίσκονται σε [[ανάρρωση]] ή σε καλή [[κατάσταση]] υγείας, η [[ευεξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> έντονο [[αίσθημα]] ευεξίας και αισιοδοξίας, που μπορεί να ανταποκρίνεται σε πραγματική ή απατηλή [[βελτίωση]] [[κατά]] τη [[διαδρομή]] μιας νόσου ή να αποτελεί [[κατάσταση]] διέγερσης σε ψυχιατρικά σύνδρομα [[είτε]] υπό την [[επίδραση]] ναρκωτικών ή οινοπνευματωδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ικανότητα]] να υπομένει [[κανείς]] εύκολα, η [[αντοχή]]<br /><b>2.</b> [[ικανοποίηση]], [[ευχαρίστηση]]<br /><b>3.</b> [[αφθονία]], [[πληθώρα]]<br /><b>4.</b> [[γονιμότητα]] («γαστέρων εὐφορίαι», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> [[περίοδος]] παραγωγικότητας<br /><b>6.</b> [[επιδεξιότητα]] κινήσεων, χορευτική [[χάρη]].
}}
}}