Anonymous

κόπηθρον: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_21)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόπηθρον''': το, «φυτὸν λαχανῶδες ἄγριον» Ἡσύχ.
|lstext='''κόπηθρον''': το, «φυτὸν λαχανῶδες ἄγριον» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόπηθρον]], τὸ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] άγριου λαχανικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]] ή [[κοπή]].
}}
}}