Anonymous

ἀμφιπεριστείνομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[llenarse]], [[atestarse por completo]] ὁππόταν ... πεδία Κρισσαῖα καὶ Ἡφαίσ[το] ιο φάρ[αγγ] ες ἀμφιπεριστείνωνται Call.<i>Del</i>.179.
|dgtxt=[[llenarse]], [[atestarse por completo]] ὁππόταν ... πεδία Κρισσαῖα καὶ Ἡφαίσ[το] ιο φάρ[αγγ] ες ἀμφιπεριστείνωνται Call.<i>Del</i>.179.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιπεριστείνομαι]] (Α)<br />πιέζομαι, συνωθούμαι από [[παντού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>περιστείνομαι</i> «στενεύομαι, πιέζομαι»].
}}
}}