Anonymous

κυμβίον: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_22)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυμβίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., μικρὸν [[ποτήριον]], Λατ. cymbium, Συλλ. Ἐπιγρ. 159, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 481 κἑξ., Ἄλεξ. παρὰ τῷ αὐτῷ 230C, Δημ. 588. 18., 565. ἐν τέλ., κτλ.· ― ἐν Α. Β. 274, Ἐτυμολ. Μέγ. 545. 31, κυμβεῖον, καὶ [[κυμβαῖον]] παρ’ Εὐστ. 584. 19 κἑξ.
|lstext='''κυμβίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., μικρὸν [[ποτήριον]], Λατ. cymbium, Συλλ. Ἐπιγρ. 159, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 481 κἑξ., Ἄλεξ. παρὰ τῷ αὐτῷ 230C, Δημ. 588. 18., 565. ἐν τέλ., κτλ.· ― ἐν Α. Β. 274, Ἐτυμολ. Μέγ. 545. 31, κυμβεῖον, καὶ [[κυμβαῖον]] παρ’ Εὐστ. 584. 19 κἑξ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυμβίον]], τὸ (Α)<br />μικρό [[ποτήρι]], μικρό [[κύπελλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύμβη]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίον</i>].
}}
}}