Anonymous

κύπρος: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />cyprus <i>ou</i> henné, <i>plante odorante, à Chypre, en Syrie, en Égypte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Κύπρος]].
|btext=ου (ἡ) :<br />cyprus <i>ou</i> henné, <i>plante odorante, à Chypre, en Syrie, en Égypte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Κύπρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κύπρος]], ἡ (AM)<br />το [[δένδρο]] λαουσονία η [[άοπλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κύπρινον]] («τῆς κύπρου ἡ [[ἐργασία]] παραπλησία τῇ τοῡ ροδίνου», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] σιτηρών<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κεφάλαιον]] ἀριθμοῡ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη σημ. «[[δένδρο]] λαουσονία η [[άοπλος]]» [[είναι]] [[προφανώς]] δάνεια, σημιτ. προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>koper</i>)<br />με τη σημ. «[[μέτρο]] σιτηρών» η λ. [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. και παραμένει αβέβαιη η [[υπόθεση]] ότι [[είναι]] σημιτ. προελεύσεως].
}}
}}