Anonymous

κύνικλος: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_14)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύνικλος''': ὁ, «κουνέλι», Λατ. cuniculus, Πολύβ. 12. 3, 10, [[ἔνθα]] ὁ Ἀθήν. 400F ἔχει: [[κούνικλος]]· παρ’ Αἰλ. π. Ζ. 13. 15, [[κόνικλος]]· παρὰ Γαλην. 6. 374, κουνίκουλος.
|lstext='''κύνικλος''': ὁ, «κουνέλι», Λατ. cuniculus, Πολύβ. 12. 3, 10, [[ἔνθα]] ὁ Ἀθήν. 400F ἔχει: [[κούνικλος]]· παρ’ Αἰλ. π. Ζ. 13. 15, [[κόνικλος]]· παρὰ Γαλην. 6. 374, κουνίκουλος.
}}
{{grml
|mltxt=[[κύνικλος]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κόνικλος]].
}}
}}