Anonymous

λειμώνιος: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de prairie.<br />'''Étymologie:''' [[λειμών]].
|btext=α, ον :<br />de prairie.<br />'''Étymologie:''' [[λειμών]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[λειμώνιος]], -ία, -ον, ποιητ. θηλ. και [[λειμωνιάς]], -[[άδος]] και [[λειμωνίς]], -[[ίδος]]) [[λειμών]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λειμώνα ή προέρχεται από λειμώνα, [[λιβαδήσιος]] («λειμώνια ἄνθεα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[λειμωνιάς]]<br />[[νύμφη]] του λειμώνα («νύμφαι τ' ἔνυδροι λειμωνιάδες», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}