3,273,773
edits
(6_17) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾰρυγγόφωνος''': -ον, ἔχων φωνὴν λαρυγγίζουσαν, Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 175C. | |lstext='''λᾰρυγγόφωνος''': -ον, ἔχων φωνὴν λαρυγγίζουσαν, Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 175C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ο (Α [[λαρυγγόφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που η [[φωνή]] του λαρυγγίζει<br /><b>2.</b> αυτός που εκφωνείται με τον λάρυγγα («λαρυγγόφωνα σύμφωνα» — οι λαρυγγικοί φθόγγοι)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[λαρυγγόφωνο]]<br /><b>τεχνολ.</b> μικροφωνική [[συσκευή]] που εφαρμόζεται εξωτερικά στον τράχηλο και λειτουργεί αποκλειστικά με τις δονήσεις του λάρυγγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάρυγξ]], -<i>υγγος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξενό</i>-<i>φωνος</i>, <i>τραυλό</i>-<i>φωνος</i>]. | |||
}} | }} |