Anonymous

λαισήϊον: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />peau velue servant de bouclier, petit bouclier de cuir.<br />'''Étymologie:''' cf. [[λάσιος]].
|btext=ου (τό) :<br />peau velue servant de bouclier, petit bouclier de cuir.<br />'''Étymologie:''' cf. [[λάσιος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λαισήιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] μικρής ελαφριάς δερμάτινης ασπίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ήιον</i>, που χαρακτηρίζει ονομ. σκευών (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκ</i>-<i>ήιον</i>), και συνδέεται πιθ. με τη λ. [[λάσιος]]. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής (ίσὼς κιλικικής) προελεύσεως].
}}
}}