Anonymous

κυητικός: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_10)
(22)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κύησιν, σύλληψιν, ὄργανα Κλήμ. Ἀλ. 225.
|lstext='''κυητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κύησιν, σύλληψιν, ὄργανα Κλήμ. Ἀλ. 225.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυητικός]], -ή, -όν (Α) [[κυώ]]<br />ο [[κατάλληλος]] για την [[κύηση]] («κυητικὰ ὄργανα», Κλήμ. Αλ.).
}}
}}