Anonymous

λαμπροφωνία: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />voix claire <i>ou</i> forte.<br />'''Étymologie:''' [[λαμπρόφωνος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />voix claire <i>ou</i> forte.<br />'''Étymologie:''' [[λαμπρόφωνος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λαμπροφωνία]], ιων. τ. λαμπροφωνίη, ἡ (Α) [[λαμπρόφωνος]]<br />το να έχει [[κάποιος]] [[λαμπρή]], δυνατή και ευκρινή [[φωνή]] («οὐ κατὰ λαμπροφωνίην ἐπιτιθέμενοι ἄλλοι σφέας παρακλήιουσι», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}