Anonymous

λαδρέω: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_1)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαδρέω''': (λα- ῥέω) ῥέω ἰσχυρῶς, λαδρέοντι δέ τοι μυκτῆρες, ἀντὶ τοῦ [[μεγάλως]] ῥέουσι, Ποιητὴς Δωρ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 1. 123.
|lstext='''λαδρέω''': (λα- ῥέω) ῥέω ἰσχυρῶς, λαδρέοντι δέ τοι μυκτῆρες, ἀντὶ τοῦ [[μεγάλως]] ῥέουσι, Ποιητὴς Δωρ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 1. 123.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαδρέω]] (Α)<br />ρέω σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] και [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[λαδρέω]] <span style="color: red;"><</span> επιτατικό [[μόριο]] <i>λα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ρέω</i>].
}}
}}