Anonymous

κωλυτήρ: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_12)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωλῡτήρ''': ῆρος, ὁ, = [[κωλυτής]], θεοί... τῶν κακῶν κ. Πορφ. παρ. Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 147C.
|lstext='''κωλῡτήρ''': ῆρος, ὁ, = [[κωλυτής]], θεοί... τῶν κακῶν κ. Πορφ. παρ. Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 147C.
}}
{{grml
|mltxt=[[κωλυτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[κωλύω]]<br />αυτός που εμποδίζει κάποιον ή [[κάτι]], [[κωλυτής]].
}}
}}