Anonymous

λεπτόγραμμος: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />écrit en caractères très fins.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[γράμμα]].
|btext=ος, ον :<br />écrit en caractères très fins.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[γράμμα]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[λεπτόγραμμος]], -ον)<br />[[γραμμένος]] ή [[εικονογραφημένος]] με μικρά, λεπτά γράμματα, ψιλογραμμένος («ἀνεγίνωσκε... λεπτόγραμμόν τι [[βιβλίον]]» <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που οι γραμμές του προσώπου του [[είναι]] λεπτές, [[λεπτοκαμωμένος]]<br /><b>2.</b> χαραγμένος με λεπτές γραμμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γραμμή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισό</i>-<i>γραμμος</i>, <i>μονό</i>-<i>γραμμος</i>].
}}
}}