Anonymous

λεπτομέρεια: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_11)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτομέρεια''': ἡ, τὸ συνίστασθαι ἐκ μικρῶν μερῶν, Τίμ. Λοκρ. 98Ε, Πλούτ. 2. 822Α.
|lstext='''λεπτομέρεια''': ἡ, τὸ συνίστασθαι ἐκ μικρῶν μερῶν, Τίμ. Λοκρ. 98Ε, Πλούτ. 2. 822Α.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[λεπτομέρεια]] Α και λεπτομερία) [[λεπτομερής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό, [[ιδίως]] δευτερεύον και επουσιώδες, [[μέρος]] ενός συνόλου («συζητήθηκαν οι λεπτομέρειες του νομοσχεδίου»)<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι λεπτομέρειες</i><br />οι μερικότητες, τα επιμέρους, τα [[καθέκαστα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]]» — [[λεπτομερώς]], επακριβώς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το να αποτελείται [[κάτι]] από μικρά μέρη.
}}
}}