Anonymous

λοίγιος: Difference between revisions

From LSJ
23
(Autenrieth)
(23)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[λοιγός]]): [[destructive]], [[ruinous]], [[deadly]]; as subst., Il. 21.533, Il. 23.310. (Il.)
|auten=([[λοιγός]]): [[destructive]], [[ruinous]], [[deadly]]; as subst., Il. 21.533, Il. 23.310. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=[[λοίγιος]], -ον (Α) [[λοιγός]] (I)]<br /><b>1.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («οἴω λοίγι' ἔσεσθαι» — [[νομίζω]] ότι θα [[είναι]] ολέθριο, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λοίγια</i><br />[[ονομασία]] διαφόρων δηλητηρίων.
}}
}}