Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεπτεπίλεπτος: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très mince, très délicat.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἐπί]], [[λεπτός]].
|btext=ος, ον :<br />très mince, très délicat.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἐπί]], [[λεπτός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[λεπτεπίλεπτος]], -ον)<br />υπερβολικά [[λεπτός]], [[ισχνός]], λεπτότατος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[ευαίσθητος]], ασκληραγώγητος, [[λεπτοφυής]], [[ευπρόσβλητος]] σε ασθένειες<br /><b>2.</b> [[εξεζητημένος]] στους τρόπους, στην [[περιβολή]] και στην [[εμφάνιση]] ή [[σχολαστικός]] [[τηρητής]] της εθιμοτυπίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λεπτεπίλεπτον</i><br />ως [[αστρολογικός]] όρος για τις υποδιαιρέσεις της σφαίρας και τών απλανών αστέρων) η ελάχιστη [[υποδιαίρεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεπτός]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπί</i> <span style="color: red;">+</span> [[λεπτός]], επαναληπτικό σύνθετο (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κυβ</i>-<i>επί</i>-<i>κυβος</i>, <i>φαυλ</i>-<i>επί</i>-<i>φαυλος</i>)].
}}
}}