Anonymous

ληκυθίζω: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=enfler son style, écrire en style ampoulé.<br />'''Étymologie:''' [[λήκυθος]].
|btext=enfler son style, écrire en style ampoulé.<br />'''Étymologie:''' [[λήκυθος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ληκυθίζω]] (Α) [[λήκυθος]]<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] με υπόκωφη [[φωνή]], σαν να [[μιλώ]] [[μέσα]] σε λήκυθο («τραγωδὸς Μοῡσα ληκυθίζουσα», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φωνασκώ]], βοώ, [[μιλώ]] με κομπασμό<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ληκυθίζω]] θέσεις» — [[λέγω]] κοινοτοπίες ή [[μεγαλοποιώ]] τα κοινά και απλούστατα πράγματα με ρητορικές διακοσμήσεις.
}}
}}