Anonymous

λινοῦς: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆ, οῦν :<br />v. [[λίνεος]].
|btext=ῆ, οῦν :<br />v. [[λίνεος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -oύv (AM λινοῡς, -ῆ, -ούν, Α ασυναίρ. τ. [[λίνεος]], -έα, -ον, θηλ. και -έη) [[λίνον]]<br />κατασκευασμένος από ίνες λιναριού, [[λινός]] («ίματίῳ λινῷ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ λινέη</i><br />[[μέτρο]], [[κορδέλα]] που χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές.
}}
}}