Anonymous

λεύκουρος: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_17)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεύκουρος''': -ον, ἔχων τὴν οὐρὰν λευκὴν, Ἡσύχ. ἐν λ. μάλουρος.
|lstext='''λεύκουρος''': -ον, ἔχων τὴν οὐρὰν λευκὴν, Ἡσύχ. ἐν λ. μάλουρος.
}}
{{grml
|mltxt=[[λεύκουρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λευκή [[ουρά]].
}}
}}