3,271,244
edits
(6_15) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπτουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος λεπτὴν ἐργασίαν, [[κυρίως]] εἰς [[ξύλον]], κοινῶς «λεφτουργός», Διόδ. 17. 115. | |lstext='''λεπτουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος λεπτὴν ἐργασίαν, [[κυρίως]] εἰς [[ξύλον]], κοινῶς «λεφτουργός», Διόδ. 17. 115. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ό (ΑΜ [[λεπτουργός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που επεξεργάζεται [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[λεπτότητα]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, [[ιδίως]] ο [[ειδικός]] [[τεχνίτης]] [[ξυλουργός]] που κατασκευάζει πολυτελή έπιπλα με λεπτουργημένες γλυπτές διακοσμητικές επιφάνειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>λεπτά</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δημι</i>-<i>ουργός</i>, <i>τεχν</i>-<i>ουργός</i>]. | |||
}} | }} |