Anonymous

λῃστρικός: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de brigand <i>ou</i> de pirate ; τὸ λῃστρικόν vaisseau de pirate <i>ou</i> troupe de pirates.<br />'''Étymologie:''' [[λῃστής]].
|btext=ή, όν :<br />de brigand <i>ou</i> de pirate ; τὸ λῃστρικόν vaisseau de pirate <i>ou</i> troupe de pirates.<br />'''Étymologie:''' [[λῃστής]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λῃστρικός]], -ή, -όν) [[ληστρίς]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές («ὁ λῃστρικὸς [[πόλεμος]]»<br /><b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προσιδιάζει στον τρόπο τών ληστών, αυτός που έχει τον χαρακτήρα ληστείας («ληστρική [[πράξη]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ληστρική [[σύνοδος]]» — [[έτσι]] ονομάστηκε η [[σύνοδος]] που είχε συγκληθεί το 449 μ.Χ. από τον Θεοδόσιο Β' στην Έφεσο και στην οποία υπερίσχυσε η υπό τον πατριάρχη Αλεξανδρείας [[μερίδα]], που ευνοούσε την αιρετική [[διδασκαλία]] τοὺ Ευτυχούς, τον μονοφυσιτισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για προφ. ή γραπτή [[αφήγηση]]) αυτή που πραγματεύεται για ληστές και πράξεις ληστών («ληστρική [[φιλολογία]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αθέμιτα [[κερδοσκοπικός]], [[αισχροκερδής]] («ληστρικές τιμές»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ληστρικό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[αρπακτικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πειρατικός]] («λῃστρικὰ [[σκάφη]] κατασκευάζοντες ἐλῄστευον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὰ λῃστρικὰ τῆς Ἀφροδίτης»<br /><b>μτφ.</b> οι εταίρες (<b>Ανθ. Παλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ληστρικῶς</i> και -<i>ά</i> (AM λῃστρικῶς) με τον τρόπο τών ληστών, αρπακτικά.
}}
}}