Anonymous

μεγάμυκος: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγάμῡκος''': -ον, ὁ [[μεγάλως]], ἠχηρῶς μυκώμενος, «μεγαλομυκητὴς» Ἡσύχ.
|lstext='''μεγάμῡκος''': -ον, ὁ [[μεγάλως]], ἠχηρῶς μυκώμενος, «μεγαλομυκητὴς» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγάμυκος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (ως επίθ. του όνου) «[[μεγαλομυκητής]]», αυτός που μυκάται ηχηρά, [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μυκος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μυκῶμαι</i> «[[μουγγρίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εύ</i>-<i>μυκος</i>].
}}
}}