Anonymous

μελανόρριζον: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_21)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνόρριζον''': τό, [[μέλας]] [[ἑλλέβορος]], Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 4. 151.
|lstext='''μελᾰνόρριζον''': τό, [[μέλας]] [[ἑλλέβορος]], Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 4. 151.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελανόρριζον]], τὸ (Α)<br />το [[φυτό]] [[ελλέβορος]] ο [[μέλας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθέτου <i>μελανόρριζος</i>].
}}
}}