Anonymous

μελάνδρυον: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_21)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάνδρυον''': τό, ἡ [[ἐντεριώνη]], ἡ καρδία τῆς δρυός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2˙ ἀνθ’ οὗ ἐν Ὀδ. Ξ. 12 φέρεται τὸ [[μέλαν]] δρυός. ΙΙ. ἴδε ἐν λ. [[μελάνδρυς]].
|lstext='''μελάνδρυον''': τό, ἡ [[ἐντεριώνη]], ἡ καρδία τῆς δρυός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2˙ ἀνθ’ οὗ ἐν Ὀδ. Ξ. 12 φέρεται τὸ [[μέλαν]] δρυός. ΙΙ. ἴδε ἐν λ. [[μελάνδρυς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μελάνδρυον]], τὸ (ΑM)<br />η [[εντεριώνη]], η [[καρδιά]] της δρυός<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[μελάνδρυα]]<br />τεμάχια, μερίδες αλίπαστου τόννου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του επιθέτου [[μελάνδρυος]]. Η σημ. του πληθ. [[μελάνδρυα]] «τεμάχια αλίπαστου τόννου» [[είναι]] μεταφορική].
}}
}}