Anonymous

ματαιόφωνος: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_18)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰταιόφωνος''': -ον, ὁ ματαίως, [[ἀφρόνως]] ὁμιλῶν, ὁ μάταια φωνῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[μαψίφωνος]]· ― οὐσιαστ. ματαιοφωνία, ἡ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[κενοφωνία]], Φώτ.
|lstext='''μᾰταιόφωνος''': -ον, ὁ ματαίως, [[ἀφρόνως]] ὁμιλῶν, ὁ μάταια φωνῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[μαψίφωνος]]· ― οὐσιαστ. ματαιοφωνία, ἡ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[κενοφωνία]], Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ματαιόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλάει ανόητα και άσκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>υψηλό</i>-<i>φωνος</i>].
}}
}}