Anonymous

μετάβολος: Difference between revisions

From LSJ
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />changeant, inconstant.<br />'''Étymologie:''' [[μεταβάλλω]].
|btext=ος, ον :<br />changeant, inconstant.<br />'''Étymologie:''' [[μεταβάλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μετάβολος]], -ον (ΑM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μετάβολον</i><br />[[αντίγραφο]]|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβλητός]], [[ευμετάβλητος]] («δυοῑν ὑποκειμένων φύσεων, τῆς μὲν αἰσθητῆς ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ μεταβόλου καὶ φορητῆς [[ἄλλοτε]] [[ἄλλως]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που πωλεί λειανικά (α. «ἱματιοπῶλαι μετάβολον» β. «μεταβόλων ἁλιέων»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μετάβολος]]<br />[[μεταπράτης]], [[μεταπωλητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κατά]]-<i>βολος</i>, [[παρά]]-<i>βολος</i>].
}}
}}