Anonymous

μεγαλόπους: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_14)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλόπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων μεγάλους πόδας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21.
|lstext='''μεγᾰλόπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων μεγάλους πόδας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κραταί</i>-[[πους]])].
}}
}}