Anonymous

λιπόξυλος: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_16)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐπόξῠλος''': -ον, ἐστερημένος ξύλου· ἀλλὰ παρ’ Ἐμπεδ. 121, 277 πρέπει νὰ ἔχῃ γενικὴν σημασίαν, [[ἐλλιπής]], [[ἀδύνατος]].
|lstext='''λῐπόξῠλος''': -ον, ἐστερημένος ξύλου· ἀλλὰ παρ’ Ἐμπεδ. 121, 277 πρέπει νὰ ἔχῃ γενικὴν σημασίαν, [[ἐλλιπής]], [[ἀδύνατος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λιπόξυλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στερείται ξύλου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αδύνατος]], [[ελλιπής]], [[ανεπαρκής]] («[[λιπόξυλος]] [[πίστις]]», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ξύλον]].
}}
}}