Anonymous

μεταγγίζω: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_22)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταγγίζω''': ὡς καὶ νῦν, ἀντλῶ τι ἐξ ἑνὸς ἀγγείου καὶ [[χύνω]] αὐτὸ εἰς ἕτερον, Διοσκ. 1. 62. - Παθ., μεταφορ., μεταγγισθεῖσα ἡ [[ψυχή]], ἐπὶ τῆς Πυθαγορείου μετεμψυχώσεως, Εὐστ. 1090. 32.
|lstext='''μεταγγίζω''': ὡς καὶ νῦν, ἀντλῶ τι ἐξ ἑνὸς ἀγγείου καὶ [[χύνω]] αὐτὸ εἰς ἕτερον, Διοσκ. 1. 62. - Παθ., μεταφορ., μεταγγισθεῖσα ἡ [[ψυχή]], ἐπὶ τῆς Πυθαγορείου μετεμψυχώσεως, Εὐστ. 1090. 32.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μεταγγίζω]])<br />[[μεταφέρω]] [[υγρό]] από ένα [[αγγείο]] σε [[άλλο]] («τούτῳ τῷ μηνὶ τοὺς οἴνους μεταγγίσομεν», Γεωπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διοχετεύω]] [[υγρό]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(μέσ.-παθ.) <i>μεταγγίζομαι</i><br />(για την [[ψυχή]] [[κατά]] την πυθαγόρεια [[μετεμψύχωση]]) μεταφέρομαι σε [[άλλο]] [[σώμα]] («ἐρῶ δὲ ὑμῑν καὶ τοῡτο πῶς μεταγγίζεται ἡ [[ψυχή]] εἰς [[πέντε]] σώματα», Επιφάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγγίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγγος]] «[[αγγείο]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κατ</i>-[[αγγίζω]]].
}}
}}